Γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου του 1890 στην Αθήνα και από μικρός έδειξε την έφεση του στα σπορ. Ήταν συνομήλικος με τον ιδρυτή του ΠΑΟ, Γιώργο Καλαφάτη και ήταν από τους πρώτους που μυήθηκαν στο εγχείρημα του.
Πρόκειται για έναν παίκτη που ήρθε από τον Εθνικό Γ.Σ. και αγωνιζόταν ως μέσος στο άθλημα της ποδοσφαίρισης.
Έπαιξε στους «πράσινους» για τρία χρόνια γνωρίζοντας αρκετές χαρές. Είναι χαρακτηριστικό ότι έδωσε το παρών στο ιστορικό πρώτο προπονητικό διπλό και εν συνεχεία αγωνιζόταν συνήθως ως βασικός και είχε 4 επίσημες καταγεγραμμένες συμμετοχές και γιόρτασε τα πρωταθλήματα του 1909 και του 1911.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ανέλαβε κι διοικητικά πόστα στην ομάδα παράλληλα με την αγωνιστική του καριέρα και είναι χαρακτηριστικό ότι διετέλεσε γενικός γραμματέας και ταμίας. Το 1912 μετακόμισε στο Γουδί όπου ήταν μάλιστα και ειδικός γραμματέας.
Παράλληλα ήταν και αθλητής ξιφασκίας του Εθνικού όπου μετέπειτα έγραψε ιστορία στο συγκεκριμένο σπορ με συμμετοχές σε ολυμπιακούς αγώνες!
Σίγουρα συμμετείχε στους ολυμπιακούς αγώνες το 1924 και το 1928 ενώ στα ελληνικά αρχεία αναφέρεται ότι έλαβε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1912 στη Στοκχόλμη, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται από τα αρχεία της ΔΟΕ. Ήταν εξαιρετικός ξιφομάχος στη σπάθη και στο ξίφος μονομαχίας.
Ως οπλομάχος δεν ανήκε στο δυναμικό του Παναθηναϊκού, όμως πιθανολογείται πως έπαιξε ρόλο στην ίδρυση του οικείου τμήματος το 1926.
Ο Κωνσταντίνος Νικολόπουλος επέστρεψε στον αγαπημένο του Παναθηναϊκό τη σεζόν 1940-41 και εκλέχθηκε αντιπρόεδρος του Ομίλου. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η διοίκηση απομακρύνθηκε και ο Σύλλογος διοικήθηκε από διοικούσα επιτροπή. Το Συμβούλιο επανήλθε λίγους μήνες προτού αποχωρήσουν οι Γερμανοί κατακτητές και ο Νικολόπουλος κατέλαβε ξανά το πόστο του αντιπροέδρου. Παρέμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι και το 1947. Χειρίστηκε, προσωπικά, πολύ λεπτά και δύσκολα ζητήματα, όπως οι αμοιβές και η σίτιση των ταλαιπωρημένων από τις κακουχίες αθλητών. Επίσης, μαζί με τον Απόστολο Νικολαΐδη έτρεξαν πρώτοι απ’ όλους το πρότζεκτ «επέκταση του γηπέδου της Λεωφόρου Αλεξάνδρας».
Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών και άσκησε τη δικηγορία στην πρωτεύουσα.
Επί των Κυβερνήσεων Δεμερτζή και Ι. Μεταξά διετέλεσε Υπουργός 3Τ, που ίσως ήσαν 4 που αντιστοιχούν στις σημερινές Επικοινωνίες καθώς περιελάμβαναν Ταχυδρομεία, Τηλεφωνεία, Τηλέγραφο και ίσως και Ταμιευτήριο.
Στα αθλητικά διοικητικά υπήρξε Αντιπρόεδρος του ΣΕΓΑΣ και Ταμίας της ΕΟΑ (1936 – 38) καθώς και υψηλόβαθμος Πρόσκοπος, βοηθός του ιδρυτού Αθανασίου Λευκαδίτη. Επί πολλά χρόνια υπήρξε μέλος της Εθνικής Ομάδας Ξιφασκίας.
Εν συνεχεία ο Κωνσταντίνος Νικολόπουλος διετέλεσε Δήμαρχος Αθηναίων από 07/07/1951 έως 11/07/1951 και από 18/12/1951 έως 12/02/1955.
Εκλέχθηκε Δημοτικός Σύμβουλος στις εκλογές του 1951 καταλαμβάνοντας, στη συνέχεια, τη θέση του προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου. Μετά το θάνατο του Κ. Κοτζιά, εξάντλησε την τετραετία 1951-1954. Μετά τη θητεία του ως Δημάρχου ο Κ. Νικολόπουλος συνέχισε να ασχολείται με τα θέματα του Δήμου Αθηναίων και να εκλέγεται στο Δημοτικό Συμβούλιο.
Πέθανε στις 5 Ιανουαρίου 1972. Προς τιμήν του, η πρώην «Πλατεία Εύας» στα Πατήσια μετονομάστηκε σε «Πλατεία Νικολόπουλου». Εκεί δεσπόζει η προτομή του, την οποία φιλοτέχνησε η Κατερίνα Χαλεπά-Κατσάτου (ανιψιά του Γιαννούλη Χαλεπά).